- εποιδώ
- ἐποιδῶ, -έω (Α)πρήζομαι, εξογκώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιδώ «πρήζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εποίδησις — ἐποίδησις, ἡ (Α) [εποιδώ] οίδημα, πρήξιμο … Dictionary of Greek
εποιδίσκομαι — ἐποιδίσκομαι (Α) πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού εποιδώ] … Dictionary of Greek